Who is… Pig in a Can?

Αλλοι λένε blues, άλλοι λένε pop, μερικοί λένε rock, κάποιοι άλλοι modern electric blues. Ολοι έχουν δίκιο. Μέχρι και jazz ψιθυρίζουν διστακτικά μερικοί. Κι αυτοί καλά τα λένε… Οι/Ο -ποιος ξέρει;- Pig in a Can είναι από τις περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι η γνωστή συζήτηση περί μουσικών genres είναι αδόκιμη.

Ελάχιστα είναι γνωστά για αυτή τη μουσική οντότητα. Κανείς δεν μπορεί να την αποκαλέσει «μπάντα» αφού μάλλον δεν είναι: Από τα πολύ λίγα πράγματα που είναι γνωστά, φαίνεται πως πρόκειται για ένα και μόνο άτομο, τον John A. Wilson, ο οποίος έχει αναλάβει σε αυτό το εγχείρημα το ρόλο του κιθαρίστα, μπασίστα, πληκτρά …και αυτά είναι μόνο η αρχή.

Οι δουλειές που φέρουν την υπογραφή Pig in a Can αποτελούν περίτεχνο πάντρεμα του παραδοσιακού blues ήχου, καθώς και παραδοσιακών blues tracks, με τον ηλεκτρονικό ήχο σε hip hop λογική. Τι σημαίνει αυτό; Μαγείρεμα. Παίρνεις τα μοτίβα και τη φωνή κλασικών bluesmen, πετάς από πάνω κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, μέχρι και φλογέρες, συσκευές και αντικείμενα που υπάρχουν στο σπίτι, παίρνεις από δίπλα και το πικάπ σου και αρχίζεις. Το αποτέλεσμα θυμίζει πολλά και δε θυμίζει και τίποτα.

MI0000376188

Δεν είναι τυχαίο το ότι δε γίνομαι πιο συγκεκριμένη. Στις περιπτώσεις που πολύ λίγα είναι γνωστά για τον καλλιτέχνη, ο ακροατής αποκτά και πάλι τον ουσιαστικό του ρόλο: Ο,τι είναι να μάθει, το μαθαίνει μέσα από τα ακουστικά ή τα ηχεία του. Γι’ αυτό…

Ακου εδώ το Pig In A Can Mixtrack του Strike the Chord:

 

Τσέκαρε:

Who is… Humble Pie?

Who is… Fear Itself?

Who is… Selfish Cunt?

The War On Drugs : lost in their dream

Το 2005 στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ ο Adam Granduciel και ο Kurt Vile δημιούργησαν τους The War On Drugs. Από το 2008 μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 3 άλμπουμ με το τελευταίο Lost In The Dream να έχει μεγάλη απήχηση στην Αμερική και να πλασάρεται με αξιοπρέπεια και στα ευρωπαϊκά charts.

Με ήχο που κινείται από americana μέχρι τη λεγόμενη νεοψυχεδέλεια βγάζουν ένα αρκετά ευχάριστο και ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα με κομμάτια αρκετά δεμένα μεταξύ τους σαν ενότητες στη συνοχή κάθε δίσκου.

the war on drugs 3

Το mixtrack που ακολουθεί το κείμενο (και μπορείτε να έχετε πατήσει το play διαβάζοντας το), περιέχει χαρακτηριστικά του ήχου τους κομμάτια και από τους 3 δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει.

O πρώτος δίσκος Wagonwheel Blues (Taking The Farm στο mixtrack) αποτυπώνει ηχητικά το αποτέλεσμα της μουσικής συνεύρεσης και των ηχογραφήσεων του Granduciel(φωνητικά,κιθάρα) και του Vile(κυρίως κιθάρα) από το 2003 ως το 2008. Ας πούμε πως ένωσαν τα κομμάτια από τις ηχογραφήσεις που έκαναν όλο αυτό το διάστημα και προέκυψε αυτός ο δίσκος με την πλάστιγγα ηχητικά να γέρνει πιο πολύ προς το ροκ από ότι στην ψυχεδέλεια σε σχέση και με τους άλλους 2 που ακολούθησαν.

the war on drugs 2

Στο επόμενο διάστημα η μπάντα είχε ανακατατάξεις μελών και ο Vile αποχώρησε για να ασχοληθεί με τους δικούς του The Violators αφήνοντας τους Adam Grantuciel και Dave Hartley (μπάσο) να πάρουν πάνω τους την μπάντα. Το 2011 και αφού προηγήθηκε το Future Weathers EP κυκλοφόρησαν το δεύτερο άλμπουμ τους Slave Ambient. Έχοντας κατακτήσει πλέον τον ήχο που θα τους χαρακτηρίζει και στη συνέχεια και θα ορίζεται από τον ασταθή όρο νεοψυχεδελικό ροκ το άλμπουμ συναντά παντού μόνο θετικές κριτικές. Συνδέουν όμορφα τη νοσταλγία του κλασσικού ροκ με το φίλτρο του μοντέρνου ήχου καταφέρνοντας να κυκλοφορήσουν κάτι πρωτοποριακό σε αυτά τα ηχητικά μονοπάτια (Baby Missiles στο mixtrack) .

Το τρίτο άλμπουμ τους ήταν το Lost In The Dream, που ήταν ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους τη χρονιά που πέρασε. Με την ηχητική πολυτέλεια τα κομμάτια να στέκονται και ξεχωριστά αλλά και ομοιόμορφα σαν δίσκος. Με ακόμα πιο ατμοσφαιρικό ροκ ήχο και με 4 σινγκλ (Under The Pressure και Red Eyes στο mixtrack) που γνώρισαν αποθέωση και στην αμερικάνικη και στην ευρωπαϊκή αγορά.

Άκουσε το The War On Drugs mixtrack του Strike The Chord

Photo : pinterest.com

Who is… Humble Pie?

Κλασική περίπτωση supergroup, οι Humble Pie σχηματίστηκαν από τους Steve Marriott, frontman των Small Faces, και Peter Frampton, κιθαρίστα των Herd, στο Essex της Αγγλίας, το 1969. Στο σύνολο συμμετείχαν και ο πρώην μπασίστας των Spooky Tooth, Greg Ridley, καθώς και ο ντράμερ Jerry Shirley.

Επειτα από μήνες σκληρού προγράμματος με στόχο το δέσιμο της μπάντας, οι Humble Pie υπέγραψαν στην Immediate και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο Natural Born Boogie. Το κομμάτι μπήκε κατευθείαν στο βρετανικό Top Ten και άνοιξε το δρόμο για το πρώτο LP, As Safe as Yesterday Is.

Humble-Pie-As-Safe-As-Yester-496102

Ετσι ξεκίνησαν οι Humble Pie, οι οποίοι έπειτα από περιοδεία τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψαν στη Βρετανία για να ανακαλύψουν ότι η Immediate είχε κηρύξει πτώχευση, με αποτέλεσμα να προσλάβουν νέο manager, τον Dee Anthony. Ο Anthony, πέραν της συμφωνίας που τους έκλεισε με την A&M, επηρέασε με τον τρόπο του και τον ήχο της μπάντας.

Ενθάρρυνε τον μπλουζίστα Marriott να κατευθύνει το σχήμα προς έναν πιο τραχύ ήχο, αρκετά μακριά από την πάντα ακουστική προσέγγιση του Frampton. Αυτή η αλλαγή σταδιακά εκτόπισε τον δεύτερο, γεγονός που τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη μπάντα και να κάνει solo καριέρα.

humble pie merge

Το Smokin’ του 1972, ο πιο επιτυχημένος δίσκος των Humble Pie, ήταν το προϊόν του νέου σχήματος, αφού η μπάντα κάλεσε τον πρώην κιθαρίστα των ColosseumDave «Clem» Clempson, να καλύψει το κενό. Ακολούθησε μια σειρά από νέα albums, ωστόσο η πορεία του group ήταν κυριολεκτικά φθίνουσα: Από το Top Ten στο Top 40 και από εκεί, μετά βίας στο νούμερο 100. Κατά συνέπεια οι Humble Pie διαλύθηκαν. Οι μουσικοί σχημάτισαν άλλες μπάντες, με τον Marriott να καταλήγει στους Small Faces που επανενώθηκαν, το 1977.

Το 1980, οι Marriott και Shirley αποφάσισαν να ξανακάνουν τους Humble Pie, με τον βοκαλίστα του Jeff Beck Group, Bobby Tench, και τον μπασίστα Anthony Jones. Η ιστορία συνεχίζεται με δύο LPs, μια καθ’ όλα προβληματική περιοδεία στην Αμερική, έναν τραυματισμό του Marriott, αλλά και το έλκος που τον χτύπησε. Η μπάντα διαλύθηκε για μία ακόμη φορά.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Marriott και Frampton κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να ξαναδουλέψουν μαζί. Ωστόσο, στις Απριλίου του 1990, ο Marriott έχασε τη ζωή του σε φωτιά. Σε ηλικία μόλις 44 ετών.

 

Ακου εδώ το Humble Pie Mixtrack του Strike The Chord:

 

Τσέκαρε:

Who is… the Lollipop Shoppe?

Who is… Speedometer?

Who is… Selfish Cunt?

BORN IN CHICAGO

MI0001338645

Ο κολλητός του  Paul Butterfield, της Janis Joplin και του Michael Bloomfield από το Παλαιοχώρι Αρκάδιας.

Ο Νικόλαος-Γεώργιος Γκραβενίτης γεννήθηκε στο Σικάγο το 1938, από Έλληνες μετανάστες. Ευτυχώς δηλαδή, διότι αμφιβάλλω αν θα μιλούσαμε για την αφεντιά του σήμερα αν είχε γεννηθεί στην Ελλάδα. Ο Nick the Greek, που μπορεί να μην είναι αυτός που ξέρει όλη η Ελλάδα, αλλά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έχουν πολλά να πουν.

Η πορεία του ξεκινά τη δεκαετία του ’60 στο Σικάγο και έπειτα στο Σαν Φρανσίσκο. Σπούδαζε λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και τα βράδια ήταν ο μόνος λευκός σε ένα μπαρ με μαύρους, ακούγοντας μπλουζ. Έτσι έφερε και τους φίλους του μαζί, εν ονόματι Paul Butterfield και Michael Bloomfield. Ωραία παρέα που μας χάρισε υπέροχα τραγούδια. Το πρώτο τραγούδι του Nick, το αυτοβιογραφικό Born In Chichago, κυκλοφόρησε το 1965 στο ομώνυμο άλμπουμ της ιστορικής μπάντας Τhe Paul Butterfield Blues Band.

Eδώ η πρώτη εκτέλεση:

 

Ακολούθησε το East-West to 1966 με τους ίδιους. Το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου είναι μια καταπληκτική σύνθεση του Γκραβενίτη: 13 λεπτά ψυχεδέλειας και μπλουζ με ανατολίτικα στοιχεία. Ένα πολύ όμορφο πάντρεμα ήχων από τις ρίζες του και τη μουσική που αγάπησε.

Μπορείτε να το απολαύσετε εδώ:

 

Το 1968 έρχεται με το A Long Time Comin’, το ντεμπούτο των Electric Flag του Michael Bloomfield, με τον Nick The Greek σε κιθάρα και φωνητικά και μια υπέροχη εκτέλεση του Killing Floor του Howlin’ Wolf. Θα γράψει τέσσερα τραγούδια για τη φίλη του Janis Joplin, μεταξύ άλλων το Work Me Lord που τραγούδησε στο Woodstock και το Buried Alive To The Blues, το οποίο η Joplin θα ηχογραφούσε μια μέρα πριν τον ξαφνικό χαμό της. Συμμετοχή στους Quicksilver Messenger Service του φίλου του John Cipollina με τον οποίο θα κάνουν ακόμα τρεις δίσκους, με τον τελευταίο να είναι το θρυλικό live στο δικό «μας» Ρόδον, το 1987.

KARMAMUSIC.KJ26943

Εδώ το εξαιρετικό ορχηστρικό Small Walk-in Box:

 

Ο Γκραβενίτης, μαθαίνοντας κοντά σε Muddy Waters και Howlin’ Wolf, όντας κατά κάποιον τρόπο μέντορας της Janis Joplin, είναι ένας εξαιρετικός μπλούζμαν, ο οποίος έχει τεράστια συνεισφορά σε αυτό που γνωρίζουμε ως Blues σκηνή. Από το 2003 βρίσκεται στο Blues Hall Of Fame για το Born In Chicago και συνεχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις. Στη χώρα μας, όπου έχει τη δική του μπάντα, τους Backbone του Νίκου Ντουνούση, τελευταία φορά ήρθε πριν ένα χρόνο περίπου.

Εδώ το Killing My Love από το Album My Labors του 1969:

 

Κλείνοντας παραθέτω λόγια του ίδιου για το χθες:

Δεν έχει σημασία το χρώμα του δέρματός σου, αλλά το πώς νιώθεις και πώς μπορείς να εκφράσεις το αίσθημά σου στη μουσική». Με την Τζάνις Τζόπλιν μάθαμε τα μπλουζ φοιτητές, εγώ στο Σικάγο, εκείνη στο Οστιν του Τέξας. Βρεθήκαμε στο Σαν Φρανσίσκο ακολουθώντας τους μπίτνικς και τον Τζακ Κέρουακ. Είμαστε απένταροι, παίζαμε σε μικρά καφέ για 10 δολάρια, κάναμε δίσκους μαζί. Προερχόμαστε κι οι δύο από την ίδια φλέβα.

Και το σήμερα:

Η περισσότερη δεν είναι στ’ αλήθεια μπλουζ, έχει απλώς τη γεύση. Το αληθινό μπλουζ σε πιάνει και σε δονεί συναισθηματικά. Με τη μουσική που έχει μπλουζ γεύση, πουλάς πέπσι κόλα. Το μπλουζ δεν έχει σχέση με την αστραφτερή, εξεζητημένη μουσική του εμπορίου. Εχει διαφορετικούς κανόνες, διαφορετικό λόγο ύπαρξης. Για να εκφραστείς, πρέπει να είσαι ελεύθερος, να μην είσαι καταπιεσμένος από την εκπαίδευση. Να κάνεις ό,τι μπορείς για να βγάζεις την ψυχή σου στο όργανό σου: Να παίζεις σλάιντ, να δημιουργείς τα δικά σου κουρδίσματα. Ο Τζον Λι Χούκερ σπανίως έπαιζε πάνω από ένα ακόρντο.

Συζήτηση με τους Musica Insolita

IMG04

 

Οταν το «μουσικό ταξίδι» δεν είναι απλά ένα τσιτάτο, τότε ακούς Musica Insolita. Ο Σπύρος Παν και ο Γιώργος Κατσάνος συνομιλούν με τη γλώσσα του ήχου και σε ταξιδεύουν στο χώρο και το χρόνο με τα «ασυνήθιστα» όργανά τους. Από το μεσαίωνα μέχρι σήμερα και από τη δύση μέχρι την ανατολή, η διαδρομή δεν είναι ποτέ η ίδια… Η Νάντια Καβουλάκου, ο τρίτος συνομιλητής της παρέας, δένει το λόγο της με τη μουσική και απογειώνει την ατμόσφαιρα. Και όλα αυτά, κάθε Πέμπτη στην Παιώνια στο Θησείο.

 

 

Σπύρο και Γιώργο, πώς βρεθήκατε και πώς αρχίσατε να παίζετε μαζί; …Από τις αντιδράσεις σας φαίνεται ότι μάλλον είναι ενδιαφέρουσα αυτή η ιστορία.

Γιώργος: Λοιπόν… Το ’96 είχα πάει στο Παρίσι και είχα αγοράσει ένα hang. Οταν ήρθα στην Ελλάδα ήμουν σίγουρος ότι αυτό το όργανο δεν το παίζει κανένας. Υπήρχε ένα φόρουμ και έγραψα κι εγώ ότι είμαι πιανίστας και μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω hang, τίποτα άλλο. Τα χρόνια πέρασαν και ο Σπύρος μαγεύτηκε από αυτά τα όργανα, οπότε απέκτησε πιο πολλά από μένα και ασχολείται αποκλειστικά με αυτά. Είχε την περιέργεια να δει: Υπήρχε κανένας άνθρωπος εδώ σε αυτή τη χώρα που να παίζει αυτό το όργανο; Και βρήκε…

Σπύρος: Βρήκα αυτό το φόρουμ.

Γ.: Βρήκε το φόρουμ, βρήκε το όνομά μου, μιλήσαμε, ήρθε στο σπίτι, ανταλλάξαμε απόψεις και έτσι γνωριστήκαμε.

Σπ.: Μιλήσαμε με email το 2007 πρώτη φορά. Γιατί κι εγώ όταν πήρα αυτό το όργανο, ήμουν στο Λονδίνο και έλεγα «ρε φίλε, υπάρχει κανένας στην Ελλάδα;» Γιατί τότε ήταν ακόμα τόσο καινούριο και σπάνιο, που ήταν η σημαδούρα μέσα στην έρημο. Και βρήκα αυτό το φόρουμ, το οποίο έχει μέσα παίκτες από όλο τον κόσμο. Και του στέλνω ένα email. Και μετά βρεθήκαμε το 2009, ήρθε σε μία συναυλία μου, πήγα εγώ σε μια δικιά του…

Γ.: …και κάποια στιγμή λέμε, «δεν παίζουμε, να δούμε τι γίνεται; τι μπορούμε να κάνουμε;»

Εσύ Γιώργο παίζεις ακόμα hang;

Εχω ένα στο σπίτι και παίζω. Εχω κάποιους συνεργάτες που κάνουν παιδικό θέατρο και αφηγήσεις παραμυθιών και το χρησιμοποιώ εκεί. Δηλαδή για να συνοδεύω παραμύθια. Αλλά εδώ με τον Σπύρο, όχι. Μπορεί να κάνουμε κανένα jam καμιά φορά, αλλά μόνο αυτό.

Ο καθένας από εσάς ξεχωριστά τι άλλο κάνει; Μουσικά και γενικά;

Γ.: Εχουμε πάρα πολλά πράγματα.

Σπ.: Πέρα από αυτή τη συνεργασία, εγώ έχω και κάποιες ακόμη. Και με την Νάντια έχουμε ξεκινήσει μια συνεργασία, η οποία μπαίνει εμβόλιμη μαζί μας κι εδώ, γιατί κολλάει. Εχω μια συνεργασία με τον Billa Qause, αυτό είναι περισσότερο ηλεκτρονική μουσική. Εχω το προσωπικό μου σόλο και μετά από όλα αυτά, έχω και την προσωπική μου ζωή.

Γ.: Εγώ έχω ένα σχήμα το οποίο λέγεται Ηώς και έχουμε κάνει ένα δίσκο, το Musica Mecanica. Σαν σόλο καλλιτέχνης παίζω μουσική σε πολλές ταινίες. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να επενδύω με εικόνα, γιατί πιστεύω ότι αυτό που κάνω είναι κυρίως για εκεί. Γενικά… πολλές συνεργασίες στο παρελθόν με αυτό που λέμε εμείς -και σοβαρά και κοροϊδευτικά- «ονόματα Α’ Εθνικής» για τους τραγουδοποιούς στην Ελλάδα. Και απολαμβάνω τη ζωή, συλλέγω εμπειρίες. Νομίζω ότι η ζωή είναι μια συλλογή πληροφοριών και μια παροχή αγάπης σε ανθρώπους. Δεν νομίζω να είναι τίποτε άλλο, δεν νομίζω να μένει τίποτε άλλο.

IMG06

IMG01

Μιλήστε μας για το project αυτό. Το Musica Insolita.

Γ.: Ο Σπύρος παίζει τα hang drum. Εγώ τα λέω χελώνες αυτά, γιατί μοιάζουν πάρα πολύ… Παίζουμε διάφορα θέματα που έχει φτιάξει ο Σπύρος, έχω έρθει και έχω κουμπώσει επάνω του. Παίζουμε και κάποια θέματα δικά μου. Εγώ εδώ χρησιμοποιώ ένα βιμπραντονεόν, είναι ένα πολύ σπάνιο όργανο, το οποίο υπήρχε το 19ο αιώνα με την ονομασία symphonia. Πριν 10 χρόνια το φτιάξανε οι Ιταλοί με μια άλλη μορφή, αντί για μεταλλικό το έκαναν ξύλινο. Χρησιμοποιώ επίσης μια κονσερτίνα -που είναι και αυτή της ίδιας εποχής- κάποια μουσικά κουτιά και με τη βοήθεια της τεχνολογίας χτίζω κάποιες ατμόσφαιρες. Παίζουμε και θέματα από όλον τον κόσμο, από Ιρλανδία, Ιαπωνία, κάποια μεσαιωνικά θέματα, όπου χρησιμοποιούμε την μελωδία τους σαν βάση και μετά υπάρχει ελεύθερος αυτοσχεδιασμός. Δηλαδή αυτό που κάνουμε ουσιαστικά με τον Σπύρο είναι μια στιγμιαία σύνθεση, η οποία είναι καθαρά παρορμητική και αφήνουμε τελείως το ασυνείδητο να μας κατευθύνει όπου αυτό νομίζει. Και έχουμε και την Νάντια στο τέλος, η οποία μας ταξιδεύει με τον λόγο της και προσπαθούμε κι εμείς να βάλουμε δικές μας «λέξεις» με τον ήχο. Είναι μια performance που στηρίζεται πολύ στην αλληλεπίδραση και το interplaying. Δηλαδή ο ένας έχει ανάγκη να ακούσει τι κάνει ο άλλος, αυτό το πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει σολιστικά… Αν κάποιος θέλει να παίξει μόνος του, παίζει. Αλλά υπάρχει ένας πολύ ωραίος σεβασμός στο τι γίνεται ανάμεσά μας.

Σπ.: Είναι σαν μια συνομιλία. Ενας διάλογος, ο οποίος δεν είναι προσχεδιασμένος.

Αρα κάθε εμφάνισή σας είναι διαφορετική…

Σπ.: Ναι, ακριβώς αυτό είναι. Καμία εμφάνιση δεν είναι ποτέ ίδια, όπως δεν είναι ίδια και η μέρα ή ο καιρός. Ο ήλιος θα βγει, αλλά δε θα είναι πάντοτε ίδιος. Μπορεί να ξεκινάμε από κάποιες αφετηρίες, τα «θέματα» που λέμε, αλλά μετά θα φύγουμε. Και όταν αισθανθούμε ότι έχουμε πει αυτά που θέλουμε να εκφράσουμε, ξαναγυρνάμε στο θέμα. Το κλείνουμε και περνάμε σε ένα άλλο.

Αυτό σημαίνει ότι επικοινωνείτε πολύ καλά μουσικά. Αυτό έχει γίνει με προσπάθεια ή σας προέκυψε αμέσως η χημεία;

Γ.: Θα σου πω η δική μου αίσθηση ποια είναι: Δεν έγινε ιδιαίτερη προσπάθεια, γιατί το τι είσαι σα χαρακτήρας φαίνεται στον ήχο. Απλά τυχαίνει οι χαρακτήρες μας να ταιριάζουν. Η αισθητική μας, αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό νομίζω ότι είναι το παν στα σχήματα. Δηλαδή δεν υπάρχει χημεία εκεί, μετά έρχεται αυτό. Πρώτα βάζεις το χαρακτήρα σου σε ένα λευκό χαρτί. Και αν γίνεται αυτό με πλήρη ελευθερία, ακομπλεξάριστα, χωρίς ταμπού, το πιο πιθανό είναι να λειτουργήσει. Αμα βάλουμε τα εγώ μπροστά…

Δηλαδή λειτουργείτε όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις;

Σπ.: Το ίδιο πράγμα είναι.

Γ.: Το ίδιο ακριβώς. Απλά δε μιλάμε, μιλάμε με ήχους. Μιλάμε δηλαδή, αλλά ουσιαστικά μιλάμε με την παγκόσμια γλώσσα.

Σπ.: Μας αρέσει να δημιουργούμε μια συνθήκη. Θα έλεγα ένα ηχοτοπίο, αλλά είναι πολύ κοινό.

Γ.: Εναν καμβά…

Σπ.: Ναι, έναν καμβά που έχει πάρα πολύ να κάνει με το τι συμβαίνει εκείνη την στιγμή. Την άλλη φορά ας πούμε, παίζαμε εδώ και έβρεχε και μπουμπούνιζε. Το χρησιμοποιήσαμε! Σε κάποια φάση ανοίξαμε πάρα πολύ το παίξιμο και αφήσαμε τη βροχή και τα μπουμπουνητά να μπαίνουν. Είχαν κλείσει τα φώτα και σκάγανε μέσα οι λάμψεις από τις αστραπές… Ο κόσμος σε κάποια φάση έλεγε ότι «φύγαμε, δεν ήμασταν πλέον στην Αθήνα, δεν ήμασταν σε αυτό το χώρο, ήμασταν κάπου αλλού». «Μουσικομεταφερόμαστε», από το τηλεμεταφερόμαστε …κάπου αλλού.

Γ.: Βουτάμε στο χάος ουσιαστικά. «Τα πάντα ρει» έλεγε ο Ηράκλειτος και είναι απόλυτα σωστό. Αυτό συμβαίνει!

Νάντια, ποιος είναι ο δικός σου ρόλος σε αυτό το σχήμα;

Νάντια: Εγώ αφηγούμαι. Με λέξεις. Και η απόπειρα είναι να συνομιλήσουμε με τη μουσική. Δηλαδή, αντιστοίχως κι εγώ, όπως ακριβώς δουλεύουν και τα παιδιά, δε θέλω να έχω ένα χαλί για τον λόγο. Δεν θέλω η μουσική να είναι χαλί για το λόγο. Θέλω να υπάρχει μια συνομιλία, η μουσική με επηρεάζει και ο λόγος μου επηρεάζει την μουσική.

Αρα με έναν τρόπο κι εσύ αυτοσχεδιάζεις κάθε φορά…

Ν.: Υπάρχει μια δομή, γιατί το κείμενο είναι συγκεκριμένο. Απλά μπορεί να υπάρχει μια αλλαγή στον τρόπο. Ενώ υπάρχει ένας καμβάς πολύ συγκεκριμένος, υπάρχει και το τυχαίο μέσα. Μπορεί να μπει κάτι λίγο διαφορετικό, ο τρόπος, η διάθεση, η ένταση μπορεί να αλλάξει. Μια μέρα μπορεί να βγει πάρα πολύ γλυκό το κείμενο και μια άλλη μπορεί να βγει πολύ πιο δυναμικό. Ή ο ρυθμός του μπορεί να αλλάξει, τα ηχοχρώματα που βγαίνουν. Γιατί έχει να κάνει πολύ με τα υπόλοιπα. Ο Σπύρος μπορεί να κάνει κάτι που να μην έχει ξανακάνει και αυτό μπορεί να επηρεάσει το λόγο. Λέω για το Σπύρο γιατί μαζί το ξεκινήσαμε. Μετά μπήκε ο Γιώργος και αυτό άλλαξε πάλι, γιατί μπήκε ακόμη ένας συνομιλητής. Οπότε μπήκαν ξαφνικά κάποιες παύσεις ή κάποια άλλα πράγματα που δεν υπήρχαν …και αυτό παραμένει ανοιχτό. Και τώρα έχουμε ξεκινήσει να δουλεύουμε και άλλα κείμενα.

IMG02

IMG03

Δηλαδή μπορεί να δούμε κι άλλους συνομιλητές στην παρέα κάποια στιγμή;

Σπ.: Δεν νομίζω.

Ν.: Για την ώρα καλά είμαστε!

Σπ.: Less is more! Και τα όργανα που έχουμε είναι και ασυνήθιστα. Εγώ έχω τα handpan, έχω το monochord -ένα όργανο, το οποίο βασίστηκε στο πυθαγόρειο μονόχορδο- και κάποια άλλα αυτοσχέδια όργανα που έχω φτιάξει μαζί με ένα φίλο. Ας πούμε το ένα ήταν μια ιδέα λίγο δική του, λίγο δική μου και φτιάξαμε ένα μουσικό όργανο. Επίσης έχω φέρει κάποια όργανα που εξομοιώνουν ήχους, το ένα κάνει τη θάλασσα, το άλλο σαν τον αέρα …φτιάχνουμε και τέτοια.

Γ.: Εδώ υπάρχει και μια ιστορία πολύ ωραία, με το ocean drum που ακούγεται σαν τη θάλασσα. Εχω έναν φίλο και μια μέρα του λέω «πες μου, αυτό τι σου θυμίζει;» Το ακούει και μου λέει «τηγανιτές πατάτες!» Του λέω «ρε συ, αυτό σου θυμίζει πατάτες;»

Ν.: Ο καθένας με τις αναφορές του!

Σπ.: Θα το συνεχίσω το χιουμοριστικό… Στο εξωτερικό όταν βλέπουν το handpan λένε «ωχ! ένα γουοκ!» Στην Ελλάδα λένε «η ψησταριά»… Εγώ τελικώς κατέληξα: Η μουσική, όπως και ο έρωτας, περνάει από το στομάχι. Εξαιτίας όλων αυτών των ασυνήθιστων οργάνων που έχουμε και ο Γιώργος κι εγώ, ονομάσαμε το project Musica Insolita, το οποίο θα πει «ασυνήθιστη μουσική».

Σπύρο, πώς πήρες την απόφαση να αρχίσεις να φτιάχνεις τα δικά σου όργανα;

Σπ.: Ηταν το 2007, όταν είχα αρχίσει να ανακαλύπτω το DIY (Do It Yourself). Αλλά το DIY όχι μόνο στη μουσική …και γενικότερα. Για παράδειγμα, καλλιεργείς τα δικά σου λαχανικά. Για να το κάνεις αυτό, θα χρειαστεί να δουλεύεις λιγότερο σε μια συμβατική δουλειά, γιατί θα πρέπει να αφιερώνεις ώρες στο λαχανόκηπό σου. Αρα θα έχεις λιγότερα χρήματα. Αλλά θα έχεις καλυμμένη την ανάγκη του φαγητού, οπότε τα χρήματα που δε θα βγάζεις, δεν τα χρειάζεσαι, γιατί ουσιαστικά θα τα έδινες στο supermarket. Οπότε μήπως η DIY φάση στο φαγητό αυξάνει την ποιότητα ζωής; Μήπως το DIY στο οτιδήποτε αυξάνει την ποιότητα ζωής; Γιατί γνωρίζεις καινούριες δεξιότητες, θα ψαχτείς, θα ενημερωθείς, θα αυτοεκπαιδευτείς, θα έρθεις σε επαφή με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι σε παρόμοια φάση, θα δημιουργήσεις ένα δίκτυο… Μέσα λοιπόν από αυτή την ιδέα σε οτιδήποτε με ενδιαφέρει, βρέθηκα σε επαφή με την κοινότητα του hang, μέσα στην οποία πολλοί έφτιαχναν τα δικά τους μουσικά όργανα. Ετσι μας γεννήθηκε η ιδέα με έναν φίλο από την Ολλανδία, να φτιάξουμε το monochord, που ουσιαστικά είναι ένα ηχείο με 24 χορδές που είναι όλες κουρδισμένες στην ίδια νότα και παράγουν έναν ισοκράτη.

IMG05

Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεστε σχεδόν αποκλειστικά στην Παιώνια. Για ποιο λόγο έχετε διαλέξει αυτό το χώρο;

Σπ.: Κυρίως επειδή εδώ δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Εχουμε παίξει και σε άλλους χώρους, αλλά δε γινόταν. Δεν ήταν καλό και για τα όργανα. Θυμάμαι να ανοίγω το hang την άλλη μέρα στο σπίτι μου για να παίξω και ξαφνικά να μυρίζει το σπίτι τσιγάρο. Ο καπνός έβγαινε από μέσα. Και κατά τη διάρκεια της συναυλίας δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Εμάς δε μας πειράζει να βγαίνει ο κόσμος έξω αν θέλει να καπνίσει. Οπότε, αν υπήρχαν μουσικές σκηνές που θα το είχαν αυτό, με μεγάλη μου χαρά εγώ θα πήγαινα. ‘Η αν δεχθούν τον όρο ότι κατά τη διάρκεια του live δε θα καπνίσει ο κόσμος.

Τι άλλους όρους έχετε;

Γ.: Εγώ νομίζω ότι ο πιο σοβαρός όρος -και δε θα τον έλεγα καν όρο- θα ήταν να υπάρχει ένας αμοιβαίος σεβασμός, του χώρου απέναντι στους καλλιτέχνες και των καλλιτεχνών απέναντι στο χώρο.

Και η σχέση με το κοινό;

Σπ.: Το κοινό δεν μπορούμε να το προβλέψουμε.

Γ.: Τουλάχιστον ας μείνουμε στους όρους που έχουν να κάνουν με το χώρο.

Σπ.: Το κοινό, μετά από 2-3 χρόνια που γίνεται αυτό το πράγμα έχει πλέον «εκπαιδευτεί». Ξέρει τι έρχεται να ακούσει. Οπότε έρχονται εδώ να ακούσουν, δεν έρχονται να μιλήσουν. Και αυτό είναι και το πρόβλημα που υπάρχει κατά κύριο λόγο στις ελληνικές σκηνές αυτή τη στιγμή, το ότι ο κόσμος έχει ξεχάσει να ακούει. Εχει χάσει την ικανότητα να συνειδητοποιεί ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν εδώ κάποιοι άνθρωποι που παράγουν τέχνη ζωντανά μπροστά του…

Γ.: …η οποία εμφανίζεται για μία στιγμή και μετά χάνεται. Και αυτή είναι και η μαγεία του ήχου: Δεν μπορείς να επαναλάβεις ποτέ το ίδιο.

Το μουσικό σας μέλλον τι λέει;

Γ.: Αγνωστο.

Αγνωστο επειδή έτσι είναι ή επειδή έτσι σας αρέσει;

Γ.: Μα τι είναι σίγουρο; Τι υπάρχει σταθερό; Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό και αυτή είναι η μαγεία, ότι δεν ξέρεις τίποτα.

Σπ.: Απλά νιώθεις…

MUSICA INSOLITA01

Who is… the Lollipop Shoppe?

LOLLIPOP SHOPPE

Ακόμη μία μπάντα για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα, οι Lollipop Shoppe από το Πόρτλαντ του Όρεγκον έχουν να επιδείξουν μόλις ένα στουντιακό δίσκο, ενώ «έζησαν» μόνο για περίπου τέσσερα χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1969.

Το Just Colour των Lollipop Shoppe κυκλοφόρησε το 1968 και θεωρείται ένα από τα καλύτερα LPs της ψυχεδελικής punk. Πράγματι, τα κομμάτια της μπάντας ισορροπούν ανάμεσα στην ψυχεδελική ατμόσφαιρα της εποχής και την πιο σκληρή υφή του punk με έναν μοναδικό τρόπο.

Το σχετικά ιδιαίτερο στυλ του frontman της μπάντας, Fred Cole, έρχεται να προσθέσει στο αμφίρροπο ύφος του album. Ο τραγουδιστής ξεχωρίζει για τις συχνά «πνιχτές» νότες του, αλλά και τις φράσεις του, τις οποίες κάποιες φορές προφέρει με πικρία, λες και κρύβουν ένα νόημα που μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει.

Πριν τους Lollipop Shoppe, ο περίπλοκος Fred Cole ήταν στους Weeds, ωστόσο, ο δίσκος που έκανε με τους Lollipop Shoppe κατάφερε να ξεχωρίσει. Όσον αφορά στη δημοτικότητά της, η μπάντα βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα στους Love και τους Seeds, αν και είναι σαφώς πιο κοντά στους Love.

Μετά τη διάλυση της μπάντας, περίπου το 1969, ο Fred Cole ήταν εκείνος που κατάφερε να μείνει λίγο ακόμη στην επιφάνεια, κυρίως μέσα από τους Rats που εμφανίστηκαν με την έκρηξη της punk στα τέλη του 1970. Στο στοιχείο του ο άνθρωπος…

Τσέκαρε το The Lollipop Shoppe Mixtrack του Strike The Chord:

 

Τσέκαρε:

Who is… Speedometer?

Who is… Selfish Cunt?

Who is… Fear Itself?

Γνωμικό

David Bowie

 

«To not be modest about it, you’ll find that with only a couple of exceptions, most of the musicians that I’ve worked with have done their best work by far with me»

«Για να μην είμαι μετριόφρων, θα δείτε ότι με λίγες εξαιρέσεις, οι περισσότεροι από τους μουσικούς με τους οποίους έχω δουλέψει, έχουν κάνει μακράν την καλύτερη δουλειά τους μαζί μου»

— David Bowie

Who is… Speedometer?

Speedometer-group-shot

Από τη Βρετανία έρχονται οι Speedometer, για τους οποίους δυστυχώς ελάχιστα ειναι γνωστά… Η ολοζώντανη αυτή μπάντα παίζει funk από το 1998 μέχρι και σήμερα. Όπως λένε οι ίδιοι, κάνουν μόνο αυτό: Δεν παίζουν «acid-jazz, δεν κάνουν crossovers και σε καμία περίπτωση δεν φοράνε φανταχτερά κοστούμια».

Ξεκινώντας από μικρές και περιορισμένες εμφανίσεις και παίζοντας κυρίων covers των Meters απο την Νέα Ορλεάνη, από τους οποίους πήραν και το όνομά τους, οι Speedometer τράβηξαν την προσοχή σχετικά νωρίς. Σαν αποτέλεσμα, από τέσσσερα άτομα που ήταν, έγιναν τελικά 10.

Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητα singles και αρκετά albums, ενώ έχουν συνεργαστεί με θρυλικά ονόματα της soul και της funk. Highlights της δισκογραφίας των Speedometer είναι τα Diggin Deeper του 2006, Four Flights Up του 2007, The Shakedown (Say Yeah) του 2012, καθώς και το Soul Overdue επίσης του 2012, το οποίο αποτελεί συνεργασία με την Martha High, την πλέον γνωστή vocalist του James Brown.

Το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πολλά για τους Speedometer, μπορεί να μην είναι και τόσο κακό. Μάλλον πρόκειται για μια μπάντα χαμηλών τόνων, αν και η μουσική τους μόνο χαμηλών τόνων δεν είναι. Όταν, ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές ιστορίες να διηγηθεί κανείς για τους μουσικούς, το κενό αναπληρώνει η δουλειά τους…

Τσέκαρε το Speedometer Mixtrack του Strike the Chord:

 

Photo: pinterest.com

 

Τσέκαρε:

Who is… Selfish Cunt?

Who is… Fear Itself?

Who is… Television Personalities?

Γνωμικό

marc bolan

«All rock musicians are deaf… Or insensitive to mellow sounds»

«Όλοι οι μουσικοί της rock είναι κουφοί… Ή αναίσθητοι στους χαλαρούς ήχους»

–Marc Bolan

Monday’s Quote

ravi shankar

«My brother had a house in Paris. To it came many Western classical musicians. These musicians all made the same point: ‘Indian music,’ they said, ‘is beautiful when we hear it with the dancers. On its own, it is repetitious and monotonous»

«Ο αδερφός μου είχε ένα σπίτι στο Παρίσι. Εκεί έρχονταν πολλοί κλασικοί μουσικοί της Δύσης. Αυτοί οι μουσικοί έλεγαν όλοι το ίδιο πράγμα: «Η ινδική μουσική», έλεγαν, «είναι όμορφη όταν την ακούμε με χορευτές. Μόνη της, επαναλαμβάνεται και είναι μονότονη»»

— Ravi Shankar