Αλλοι λένε blues, άλλοι λένε pop, μερικοί λένε rock, κάποιοι άλλοι modern electric blues. Ολοι έχουν δίκιο. Μέχρι και jazz ψιθυρίζουν διστακτικά μερικοί. Κι αυτοί καλά τα λένε… Οι/Ο -ποιος ξέρει;- Pig in a Can είναι από τις περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι η γνωστή συζήτηση περί μουσικών genres είναι αδόκιμη.
Ελάχιστα είναι γνωστά για αυτή τη μουσική οντότητα. Κανείς δεν μπορεί να την αποκαλέσει «μπάντα» αφού μάλλον δεν είναι: Από τα πολύ λίγα πράγματα που είναι γνωστά, φαίνεται πως πρόκειται για ένα και μόνο άτομο, τον John A. Wilson, ο οποίος έχει αναλάβει σε αυτό το εγχείρημα το ρόλο του κιθαρίστα, μπασίστα, πληκτρά …και αυτά είναι μόνο η αρχή.
Οι δουλειές που φέρουν την υπογραφή Pig in a Can αποτελούν περίτεχνο πάντρεμα του παραδοσιακού blues ήχου, καθώς και παραδοσιακών blues tracks, με τον ηλεκτρονικό ήχο σε hip hop λογική. Τι σημαίνει αυτό; Μαγείρεμα. Παίρνεις τα μοτίβα και τη φωνή κλασικών bluesmen, πετάς από πάνω κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, μέχρι και φλογέρες, συσκευές και αντικείμενα που υπάρχουν στο σπίτι, παίρνεις από δίπλα και το πικάπ σου και αρχίζεις. Το αποτέλεσμα θυμίζει πολλά και δε θυμίζει και τίποτα.
Δεν είναι τυχαίο το ότι δε γίνομαι πιο συγκεκριμένη. Στις περιπτώσεις που πολύ λίγα είναι γνωστά για τον καλλιτέχνη, ο ακροατής αποκτά και πάλι τον ουσιαστικό του ρόλο: Ο,τι είναι να μάθει, το μαθαίνει μέσα από τα ακουστικά ή τα ηχεία του. Γι’ αυτό…
Ακου εδώ το Pig In A Can Mixtrack του Strike the Chord:
Κλασική περίπτωση supergroup, οι Humble Pie σχηματίστηκαν από τους Steve Marriott, frontman των Small Faces, και Peter Frampton, κιθαρίστα των Herd, στο Essex της Αγγλίας, το 1969. Στο σύνολο συμμετείχαν και ο πρώην μπασίστας των Spooky Tooth, Greg Ridley, καθώς και ο ντράμερ Jerry Shirley.
Επειτα από μήνες σκληρού προγράμματος με στόχο το δέσιμο της μπάντας, οι Humble Pie υπέγραψαν στην Immediate και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο Natural Born Boogie. Το κομμάτι μπήκε κατευθείαν στο βρετανικό Top Ten και άνοιξε το δρόμο για το πρώτο LP, As Safe as Yesterday Is.
Ετσι ξεκίνησαν οι Humble Pie, οι οποίοι έπειτα από περιοδεία τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέστρεψαν στη Βρετανία για να ανακαλύψουν ότι η Immediate είχε κηρύξει πτώχευση, με αποτέλεσμα να προσλάβουν νέο manager, τον Dee Anthony. Ο Anthony, πέραν της συμφωνίας που τους έκλεισε με την A&M, επηρέασε με τον τρόπο του και τον ήχο της μπάντας.
Ενθάρρυνε τον μπλουζίστα Marriott να κατευθύνει το σχήμα προς έναν πιο τραχύ ήχο, αρκετά μακριά από την πάντα ακουστική προσέγγιση του Frampton. Αυτή η αλλαγή σταδιακά εκτόπισε τον δεύτερο, γεγονός που τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη μπάντα και να κάνει solo καριέρα.
Το Smokin’ του 1972, ο πιο επιτυχημένος δίσκος των Humble Pie, ήταν το προϊόν του νέου σχήματος, αφού η μπάντα κάλεσε τον πρώην κιθαρίστα των Colosseum, Dave «Clem» Clempson, να καλύψει το κενό. Ακολούθησε μια σειρά από νέα albums, ωστόσο η πορεία του group ήταν κυριολεκτικά φθίνουσα: Από το Top Ten στο Top 40 και από εκεί, μετά βίας στο νούμερο 100. Κατά συνέπεια οι Humble Pie διαλύθηκαν. Οι μουσικοί σχημάτισαν άλλες μπάντες, με τον Marriott να καταλήγει στους Small Faces που επανενώθηκαν, το 1977.
Το 1980, οι Marriott και Shirley αποφάσισαν να ξανακάνουν τους Humble Pie, με τον βοκαλίστα του Jeff Beck Group, Bobby Tench, και τον μπασίστα Anthony Jones. Η ιστορία συνεχίζεται με δύο LPs, μια καθ’ όλα προβληματική περιοδεία στην Αμερική, έναν τραυματισμό του Marriott, αλλά και το έλκος που τον χτύπησε. Η μπάντα διαλύθηκε για μία ακόμη φορά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Marriott και Frampton κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να ξαναδουλέψουν μαζί. Ωστόσο, στις Απριλίου του 1990, ο Marriott έχασε τη ζωή του σε φωτιά. Σε ηλικία μόλις 44 ετών.
Ακου εδώ το Humble Pie Mixtrack του Strike The Chord:
Ακόμη μία μπάντα για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα, οι Lollipop Shoppe από το Πόρτλαντ του Όρεγκον έχουν να επιδείξουν μόλις ένα στουντιακό δίσκο, ενώ «έζησαν» μόνο για περίπου τέσσερα χρόνια, από το 1966 μέχρι το 1969.
Το Just Colour των Lollipop Shoppe κυκλοφόρησε το 1968 και θεωρείται ένα από τα καλύτερα LPs της ψυχεδελικής punk. Πράγματι, τα κομμάτια της μπάντας ισορροπούν ανάμεσα στην ψυχεδελική ατμόσφαιρα της εποχής και την πιο σκληρή υφή του punk με έναν μοναδικό τρόπο.
Το σχετικά ιδιαίτερο στυλ του frontman της μπάντας, Fred Cole, έρχεται να προσθέσει στο αμφίρροπο ύφος του album. Ο τραγουδιστής ξεχωρίζει για τις συχνά «πνιχτές» νότες του, αλλά και τις φράσεις του, τις οποίες κάποιες φορές προφέρει με πικρία, λες και κρύβουν ένα νόημα που μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει.
Πριν τους Lollipop Shoppe, ο περίπλοκος Fred Cole ήταν στους Weeds, ωστόσο, ο δίσκος που έκανε με τους Lollipop Shoppe κατάφερε να ξεχωρίσει. Όσον αφορά στη δημοτικότητά της, η μπάντα βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα στους Love και τους Seeds, αν και είναι σαφώς πιο κοντά στους Love.
Μετά τη διάλυση της μπάντας, περίπου το 1969, ο Fred Cole ήταν εκείνος που κατάφερε να μείνει λίγο ακόμη στην επιφάνεια, κυρίως μέσα από τους Rats που εμφανίστηκαν με την έκρηξη της punk στα τέλη του 1970. Στο στοιχείο του ο άνθρωπος…
Τσέκαρε το The Lollipop Shoppe Mixtrack του Strike The Chord:
Από τη Βρετανία έρχονται οι Speedometer, για τους οποίους δυστυχώς ελάχιστα ειναι γνωστά… Η ολοζώντανη αυτή μπάντα παίζει funk από το 1998 μέχρι και σήμερα. Όπως λένε οι ίδιοι, κάνουν μόνο αυτό: Δεν παίζουν «acid-jazz, δεν κάνουν crossovers και σε καμία περίπτωση δεν φοράνε φανταχτερά κοστούμια».
Ξεκινώντας από μικρές και περιορισμένες εμφανίσεις και παίζοντας κυρίων covers των Meters απο την Νέα Ορλεάνη, από τους οποίους πήραν και το όνομά τους, οι Speedometer τράβηξαν την προσοχή σχετικά νωρίς. Σαν αποτέλεσμα, από τέσσσερα άτομα που ήταν, έγιναν τελικά 10.
Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητα singles και αρκετά albums, ενώ έχουν συνεργαστεί με θρυλικά ονόματα της soul και της funk. Highlights της δισκογραφίας των Speedometer είναι τα Diggin Deeper του 2006, Four Flights Up του 2007, The Shakedown (Say Yeah) του 2012, καθώς και το Soul Overdue επίσης του 2012, το οποίο αποτελεί συνεργασία με την Martha High, την πλέον γνωστή vocalist του James Brown.
Το γεγονός ότι δεν ξέρουμε πολλά για τους Speedometer, μπορεί να μην είναι και τόσο κακό. Μάλλον πρόκειται για μια μπάντα χαμηλών τόνων, αν και η μουσική τους μόνο χαμηλών τόνων δεν είναι. Όταν, ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές ιστορίες να διηγηθεί κανείς για τους μουσικούς, το κενό αναπληρώνει η δουλειά τους…
Τσέκαρε το Speedometer Mixtrack του Strike the Chord:
Απρόβλεπτη επιθετικότητα, ασυγκράτητη γλώσσα, καταστροφικές τάσεις και εκκρηκτικές εμφανίσεις. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των Selfish Cunt, με μια πρώτη ανάγνωση.
«Με αυτό το όνομα δε θα πάνε πουθενά», σχολίασε κάποιος αναγνώστης όταν ο Guardian συμπεριέλαβε την μπάντα στη λίστα του με τα καλύτερα βρετανικά μουσικά συγκροτήματα του 2004, ενώ οι προσβλητικοί αντιπολεμικοί στίχοι των τραγουδιών τους -με τους εξίσου προσβλητικούς τίτλους- τράβηξαν την προσοχή συντηρητικών και προοδευτικών.
Το σφυροκόπημα του drum machine και η αμφιλεγόμενη κιθάρα σε στυλ δεκαετίας του ’80 συνθέτουν κατά κύριο λόγο το θορυβώδη ήχο των Selfish Cunt, ωστόσο, το ουσιαστικό περιοχόμενο της δουλειά τους εντοπίζεται στον «άξεστο» στίχο και την ανένδοτη οργή του. Με έδρα της το Λονδίνο, η μπάντα ήρθε τη δεκαετία του 2000 να θυμήσει το πάθος της punk του ’70.
Τα Britain Is Shit και Fuck the Poor αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα της αγριότητας των Selfish Cunt, την οποία δε διστάζουν να εκφράσουν on stage σε όλο της το μεγαλείο. Οι εμφανίσεις τους ήταν και ο λόγος για τον οποίο κυριολεκτικά εξορίστηκαν από το Ινστιτούτο Μοντέρνας Τέχνης του Λονδίνου, καθώς και μια σειρά χώρων, που κατέστρεψαν στο όνομα της τέχνης…
Για τα υπόλοιπα, η μουσική τα λέει όλα.
Τσέκαρε το Selfish Cunt Mixtrack του Strike the Chord:
Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους Fear Itself, μεταξύ άλλων επειδή η μπάντα είχε πολύ μικρή διάρκεια ζωής.
Η δυνατή, ξεχωριστή φωνή της Ellen McIlwaine και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει το blues με την ψυχεδέλεια, είναι τα κυριότερα στοιχεία που κατατάσσουν αυτό το album στα καλύτερα της δεκαετίας του 1960.
Η Αμερικανίδα Ellen McIlwaine πέρασε ένα μέρος της παιδικής της ηλικίας στην Ιαπωνία με τους θετούς γονείς της. Αυτή η εμπειρία της προσέφερε μία διαφορετική θέαση του κόσμου. Επιστρέφοντας στην Αλτάντα της Γεωργίας στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πήγε σε σχολή τεχνών και παράλληλα έκανε τα πρώτα της βήματα ως επαγγελματίας μουσικός.
Το 1966, τη βρίσκει να εμφανίζεται πολύ συχνά στην Νέα Υόρκη και κυρίως στο Greenwich Village, κυρίως ως opening act, ενώ αρκετές φορές μοιράστηκε την ίδια σκηνή με τον Jimi Hendrix.
Εμπνευσμένη από το ψυχεδελικό κύμα της εποχής, «στρατολόγησε» τον κιθαρίστα Chris Zaloom, τον μπασίστα Steve Cook και τον drummer Bill McCord, ως μουσικούς για το album Fear Itself. Το 1968, η μπάντα μεταφέρθηκε στο Woodstock, όπου άρχισε να δουλεύει το δίσκο υπό την εποπτεία του παραγωγού Tom Wilson.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Steve Cook εγκατέλειψε το project μετά το τέλος των ηχογραφήσεων και τη θέση του πήρε ο Paul Album, ο οποίος αναφέρεται στο δίσκο από παραδρομή. Πάντως, οι Fear Itself εμφανίστηκαν το 1969 στο φεστιβάλ του Woodstock, με την καινούρια αυτή σύνθεση.
Το group διαλύθηκε όταν ο νέος μπασίστας σκοτώθηκε σε τροχαίο που προκάλεσε μεθυσμένος οδηγός. Από τότε, η Ellen McIlwaine συνέχισε solo, εμπλουτίζοντας το ιδιαίτερο στυλ της με στοιχεία της μουσικής του κόσμου.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που συγκρίνουν την Ellen McIlwaine με την Janis Joplin και τους μουσικούς της με τους Big Brother & the Holding Company. Πρόκειται για δύο γυναίκες με φωνές τόσο δυνατές, όσο ήταν και οι προσωπικότητές τους.
Η Ellen βέβαια δεν τραγουδούσε μόνο. Έπαιζε κιθάρα, φυσαρμόνικα και πλήκτρα, στοιχεία που καθιστούν το Fear Itself ακόμα πιο ενδιαφέρον. Ο συνδυασμός, ωστόσο, της blues με την ψυχεδέλεια αποτελεί πάντα το πιο δυνατό χαρτί του δίσκου…
Τσέκαρε το Fear Itself Mixtrack του Strike the Chord:
Ισορροπώντας ανάμεσα στο pop και την ψυχεδέλεια, οι Television Personalities από τη Βρετανία επηρέασαν κάθε pop εξέγερση της εποχής τους και στάθηκαν η έμπνευση για πολλές άλλες μπάντες της δεκαετίας του ’80 αλλά και μετέπειτα.
Οι Television Personalities ήταν δημιούργημα του τραγουδιστή και τραγουδοποιού Dan Treacy, μία αρκετά τραγική φιγούρα, που εμπνεύστηκε τόσο πολύ από το punk κίνημα της δεκαετίας του ’70, που ηχογράφησε το 1977 ένα single με τίτλο 14th Floor με τους φίλους του, ένα group που λεγόταν O Level. Μετά την κυκλοφορία του κομματιού, ο John Peel, πασίγνωστος ραδιοφωνικός παραγωγός της εποχής, έγινε υποστηρικτής του group και μιλούσε συχνά για τη δουλειά του, μέσα από το BBC. Στο μεταξύ, η μπάντα μετονομάστηκε σε Television Personalities.
Ένα χρόνο μετά, ηχογράφησαν το πρώτο τους EP, το Where’s Bill Grundy Now?, το οποίο περιλάμβανε και το hit Part-Time Punks.
Το πρώτο album της μπάντας κυκλοφόρησε το 1980, με τίτλο And Don’t the Kids Just Love It. Η δουλειά αυτή αποτελεί και το πρώτο βήμα των Television Personalities προς την ψυχεδελική pop. Κομμάτια όπως το I Know Where Syd Barrett Lives δίνουν το στίγμα της τάσης τους. Η μπάντα σύντομα άνοιξε το δικό της label και κυκλοφόρησε το album Mummy Your Not Watching Me του 1981, το οποίο την τοποθέτησε στο κέντρο της ψυχεδελικής αναβίωσης του Λονδίνου.
‘Ενα συμβόλαιο με την Fire Records το 1989 ήρθε να τραβήξει για άλλη μια φορά τους TVP από την αφάνεια, με ένα EP, το Salvador Dali’s Garden Party και ένα album, το Privilege, το 1990. Έπειτα από μια σειρά singles και EPs, η μπάντα αποφάσισε να κυκλοφορήσει το 1992 ένα διπλό LP, με τίτλο Closer to God. Παρά τη γενική αποδοχή από τους κριτικούς, η δουλειά αυτή δε βρήκε το δρόμο της στις προτιμήσεις του κοινού, γεγονός που οδήγησε τον Treacy στην κατάθλιψη και τα ναρκωτικά.
Κάποια περιστασιακά singles και δύο ακόμη albums, κατέληξαν στην κυκλοφορία του Don’t Cry Baby…It’s Only a Movie, το 1998. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος ο Treacy ήταν ήδη αγνοούμενος. Οι φήμες πολλές: ψυχική νόσος, κατάχρηση ουσιών, άλλοι είπαν ότι ήταν άστεγος και αρκετοί ότι ήταν νεκρός. Μέχρι που το 2004, ο Treacy έστειλε ένα γράμμα σε έναν παλιό του φίλο και DJ στο Λονδίνο. Στην επιστολή, εξηγούσε μεταξύ άλλων ότι βρισκόταν έγκλειστος σε ένα πλοίο-φυλακή στο Dorset.
Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, μετά την αποφυλάκισή του, ο Dan Treacy αποφάσισε να ξαναενώσει τους Television Personalities, κυρίως μέσα από κάποιες εμφανίσεις. Τα επόμενα χρόνια τους σημαδεύτηκαν από αρκετά albums και πολλά lives, ωστόσο στα τέλη του 2011 ήρθαν κι άλλα άσχημα νέα: Ο Treacy είχε πέσει σε κώμα, έπειτα από μία εγχείρηση στην οποία υπεβλήθη προκειμένου να αφαιρέσει ένα θρόμβο από τον εγκέφαλό του…
Τσέκαρε το Television Personalities Mixtrack του Strike the Chord:
Οι Morning Dew έχουν τις ρίζες τους στην πόλη Topeka του Kansas, η οποία γέννησε πολλά groups ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960. Πρόκειται για μια πόλη με ιδιαίτερη μουσική ιστορία, η οποία -εκτός του ότι μας χάρισε τους Kansas– έχει κατά καιρούς αποτελέσει κέντρο της country και bluegrass σκηνής, αλλά έχει παράγει και αξιόλογες μπάντες της Rock ‘N’ Roll των ’60s, του Punk Rock των ’80s και της alternative σκηνής κατά τη διάρκεια του 1990.
Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή: δύο από τα μέλη της μπάντας ήταν συμμαθητές στο σχολείο, κλείστηκαν μια μέρα στο υπόγειο του ενός για να εξερευνήσουν τους ήχους της εποχής -των Ventures εν προκειμένω- και σιγά σιγά έφτιαξαν το δικό τους σχήμα.
Αρχικά σχημάτισαν τους Impacts, οι οποίοι έπαιξαν σε κάποια τοπικά gigs. Έπειτα δημιούργησαν τους Durations, ένα πιο rhythm and blues group. Μετά έφτιαξαν τους Runaways, μια μπάντα που κράτησε ακόμη λιγότερο από τις προηγούμενες, μέχρι που τελικά ήρθαν οι Toads, σε πιο folk-rock ήχους.
Οι Toads εξελίχθηκαν σε Morning Dew και η μπάντα απολάμβανε μεγάλη επιτυχία τοπικά, μέχρι που τράβηξε την προσοχή ενός ατζέντη, με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1966 να μπει στα Fairyland Studios για την ηχογράφηση ενός πρώτου single. Το single ήταν πρώτη κυκλοφορία και για την Fairyland Records και αποτέλεσε μια πρώτη επιτυχή δουλειά για την μπάντα, αν και τα πράγματα ήταν αρκετά μπερδεμένα από οικονομική άποψη, αλλά και σε ό,τι αφορά τη διανομή.
Τα fan mails έδιναν και έπαιρναν για καιρό, με τη μπάντα να κάνει συνεχώς εμφανίσεις και να «καθαρίζει» μέχρι και 350 δολάρια τη φορά, ικανό ποσό για την εποχή.
Με προσπάθεια και λίγη τύχη, ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο ένα tape demo με 10 κομμάτια, το οποίο έμελλε να αποτελέσει και το μοναδικό studio album της μπάντας, με τίτλο φυσικά Morning Dew.
Μετά το Morning Dew, ακολούθησαν μόνο κάποιες συμμετοχές σε compilations κι αυτές μάλιστα από το 1994 και μετά. Το Morning Dew ωστόσο είναι από τα ωραιότερα albums της δεκαετίας του ’60 και -το ακόμα πιο σημαντικό- αποτελεί δείγμα του ήχου της περιοχής κατά την περίοδο αυτή.
Μία από τις πιο ασαφείς προσωπικότητες της Southern soul, αλλά και της rock, ο σαξοφωνίστας και κιθαρίστας Don Nix είναι γνωστός αφενός για την προσωπική του δισκογραφία, αλλά κυρίως για τις παραγωγές και τις συνεργασίες του.
Ως παραγωγός, ο Don Nix έχει δουλέψει με μεγάλα ονόματα όπως οι Freddie King, Jeff Beck και Furry Lewis, ωστόσο ο κλασικός αυτός bluesman έχει να επιδείξει και τη δική του δουλειά, περισσότερο μέσα από τα labels Shelter και Hlektra, αλλά και με μικρότερες δισκογραφικές, όπως οι Icehouse Records.
Γεννημένος στο Memphis, Tennessee, τον Σεπτέμβριο του 1941, ο Nix έκανε τα πρώτα του μουσικά βήματα παίζοντας σαξόφωνο στους Mar-Keys, την μπάντα που σχημάτισε με τους δύο πρώην συμμαθητές του Donald «Duck» Dunn και Steve Cropper, αλλά περιλάμβανε και τους Wayne Jackson, Packy Axton, Terry Johnson και Smoochy Smith.
Μετά το instrumental smash hit της μπάντας «Last Night«, ο Nix έφυγε σε περιοδεία με το group. Με το τέλος της περιοδείας επέστρεψε στο Memphis, όπου για κάποια χρόνια εμφανιζόταν ως session μουσικός και παράλληλα τα μέλη των Mar-Keys έκαναν μία απόπειρα ανασύνταξης του group.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισε να επισκέπτεται στο Los Angeles φίλους που είχε γνωρίσει κατά τη διάρκεια της περιοδείας των Mar-Keys, όπως τον εκείνη την περίοδο παραγωγό Leon Russell, ο οποίος του εξασφάλισε τη συμμετοχή σε διάφορα gigs, αλλά κυρίως τον βοήθησε να διαμορφώσει μία καλή εικόνα για το πώς δομείται ένα session. Σαν αποτέλεσμα, άρχισε να πραγματοποιεί ο ίδιος παραγωγές πίσω στο Memphis, σε studios όπως τα Stax και Ardent.
Για πολλά χρόνια ο Nix έγραφε και αναλάμβανε παραγωγές για μουσικούς, μεταξύ των οποίων οι Freddie King, Albert King, Sid Selvidge και Charlie Musselwhite. Μέχρι το 1970, οπότε υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο με την Shelter Records και κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album, με τίτλο In God We Trust.
Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το Living by the Days, ωστόσο κανένα από τα δύο δεν πήγε καλά εμπορικά, με αποτέλεσμα μετά από μερικές ακόμη δισκογραφικές απόπειρες ο Nix να επιστρέψει στην παραγωγή, αναλαμβάνοντας τους John Mayall και Muscle Shoals Rhythm Section.
Έπειτα από αξιοσημείωτη απουσία από το χώρο, μετά τα ’80s εντοπίστηκε και πάλι στο Nashville, όπου συνέχισε την παραγωγή, αλλά αυτή τη φορά και τη συγγραφή. Κυκλοφόρησε ένα βιβλίο γεμάτο εμπειρίες με τίτλο Road Stories & Recipes και ηχογράφησε εκ νέου κάποια από τα κλασικά tracks του με μουσικούς όπως οι Brian May και Steve Cropper για το νοσταλγικό album Going Down του 2002.
Ακολούθησαν δύο ακόμη albums, ενώ το 2013 η Real Gone Music επανακυκλοφόρησε το Living by the Days.
Το «Going Down«, το πιο γνωστό track του Don Nix κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τους Moloch, στο ομώνυμο -και μοναδικό- albums τους, το 1969. Το κομμάτι εξελίχθηκε σε blues standard και διασκευάστηκε από τους Freddie King, Jeff Beck, Deep Purple, JJ Cale, Marc Ford, Bryan Ferry, Pearl Jam, Stevie Ray Vaughan, Joe Satriani, The Who, Led Zeppelin και πολλούς ακόμη, ενώ το Δεκέμβριο του 2014 οι Rolling Stones το ερμήνευσαν με τους John Mayer και Gary Clark Jr σε τηλεοπτικό show, με αφορμή τα 50ά τους γενέθλια. Ο Nix παρουσίασε τη δική του version το 1972, μέσα από ένα single με την Hlektra Reconds.